- χτυποβροντώ
- και κτυποβροντώ, -άω, Νχτυπώ και βροντώ, βροντοχτυπώ, χτυπώ δυνατά και με κρότο κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ /κτυπώ + βροντώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χτυποβροντώ — και χτυποβροντάω χτυπώ και βροντώ, χτυπώ ισχυρά και επανειλημμένα, βροντοχτυπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτυποβρόντημα — και κτυποβρόντημα, το, Ν [χτυποβροντώ / κτυποβροντώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χτυποβροντώ … Dictionary of Greek
κτυποβροντώ — βλ. χτυποβροντώ … Dictionary of Greek
χτυποβρόντημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυποβροντώ, επανειλημμένη ισχυρή κρούση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)